Γιατί πάμε ακόμα σουπερμάρκετ;

Στην Ελλάδα υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές που ενδεχομένως θα κρατήσουν την αγορά τροφίμων έξω από το οικοσύστημα των online αγορών

Σχεδόν μισή ώρα αναμονής την παραμονή της Πρωτοχρονιάς σε μια από τις σειρές του σουπερμάρκετ, ήταν αρκετή για να μου θυμίσει την προσπάθεια που είχα κάνει πριν από μερικά χρόνια να γίνω online αγοραστής.

Στις ΗΠΑ, οι αγοραστές ξοδεύουν περίπου 600 δισεκατομμύρια δολάρια σε τρόφιμα κάθε χρόνο και από αυτά λιγότερο από το 1% προέρχεται από online αγορές. Αν υποθέσουμε ότι οι προβλέψεις της BI Intelligence είναι σωστές, οι online πωλήσεις τροφίμων θα αυξάνονται με ρυθμό κοντά στο 21% κάθε χρόνο μέχρι και το 2018. Αυτό σημαίνει ότι το 2018, οι αγοραστές θα προμηθεύονται online τρόφιμα αξίας 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Μπορεί το μέγεθος να παραμένει ένα μικρό κλάσμα των συνολικών πωλήσεων, αλλά είναι αρκετό για να δημιουργήσει σημαντικές αλλαγές στα logistics και τα έσοδα εταιρειών, όπως η Amazon, η οποία μέσα στο 2014 επένδυσε πάνω από 2 δισεκατομμύρια δολάρια για να βελτιώσει τις διαδικασίες της και να προσφέρει ποιοτική συλλογή και διανομή των τροφίμων που προσθέτει ο αγοραστής στο ψηφιακό του καλάθι.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι δύο αυτές διαδικασίες δημιουργούν τα μεγαλύτερα εμπόδια στο χτίσιμο της εμπιστοσύνης ανάμεσα στον αγοραστή και τον έμπορο. Η προσωπική μου εμπειρία για όσο καιρό προσπάθησα να είμαι online αγοραστής συμφωνεί απόλυτα. Στα συσκευασμένα προϊόντα, σπάνια γίνονταν λάθη, αλλά σε λαχανικά, τυριά, αλλαντικά και κρέας, το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Συχνά επίσης, κάποια ευπαθή προϊόντα είχαν φτάσει ταλαιπωρημένα, ειδικά σε μήνες με υψηλές θερμοκρασίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο έμπορος είχε αποδεχτεί την επιβάρυνση της ζημιάς, όμως χρειάζονταν να επιστρέψουμε τα προϊόντα στο σουπερμάρκετ και τελικά να περάσουμε την ταλαιπωρία που είχαμε προσπαθήσει να αποφύγουμε.

Εστιάζοντας στη ελληνική πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές που ενδεχομένως θα κρατήσουν την αγορά τροφίμων έξω από το οικοσύστημα των online αγορών.

Καταρχήν, στην Ελλάδα δεν υπάρχει Amazon. Οι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ έχουν τη μερίδα του λέοντος στις πωλήσεις τροφίμων και δεν φαίνονται ιδιαίτερα διατεθειμένες, τουλάχιστον όπως δείχνουν με τις μέχρι τώρα ενέργειες τους, να “διώξουν” τον κόσμο από το κατάστημα. Έχοντας στο παρελθόν μιλήσει με στελέχη του λιανεμπορίου, η επικρατούσα άποψη ήταν ότι ο πελάτης που θα μπει στο κατάστημα, θα ξοδέψει περισσότερα από τον πελάτη που θα κάνει τις αγορές του online. Πιθανώς, το ίδιο ισχύει ακόμα, αν και στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, η πρακτική της λίστας αγορών είναι περισσότερο διαδεδομένη στο πλαίσιο ελέγχου των εξόδων.

Σύμφωνα με μια έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, ένας στους πέντε online αγοραστές στην Ελλάδα, δηλαδή το 3% του συνολικού πληθυσμού, αγόρασε τρόφιμα online μέσα στο 2014. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά στην έρευνα δείχνει ότι ένα ελάχιστο κλάσμα αυτού του ποσοστού αφορά αγορές τροφίμων και μάλιστα συσκευασμένων. Οπότε, όπως φαίνεται ούτε οι αγοραστές είναι έτοιμοι να αλλάξουν συνήθειες.

Εν ολίγοις κανείς δεν ενδιαφέρεται να πιέσει τα πράγματα. Οι αλυσίδες προσφέρουν τη δυνατότητα online αγορών για τους “ιδιαίτερους” πελάτες τους και για να έχουν μια προοδευτική εικόνα, αλλά δε καίγονται να μεγαλώσει αυτό το κοινό. Επομένως, δεν επενδύουν στη βελτίωση των υπηρεσιών τους. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της AB Βασιλόπουλος, η οποία μετά από δέκα χρόνια “προσπάθειας” ολοκλήρωσε το ψηφιακό της κατάστημα, χωρίς όμως παράλληλα να έχει κάνει τις επενδύσεις που χρειάζεται για να το υποστηρίξει σε επίπεδο logistics.

Όσον αφορά τη μερίδα των αγοραστών που θέλει να πράξει προοδευτικά, μια λύση θα μπορούσε να είναι ο συνδυασμός αγορών ψηφιακά και στο κατάστημα. Στο ψηφιακό καλάθι μπαίνουν προϊόντα συσκευασμένα και όχι άμεσης ανάγκης. Όσο για το φυσικό καλάθι αντί να το γεμίζουμε στο σουπερμάρκετ, θα μπορούσαμε να δείξουμε την προτίμηση μας σε μικρότερα συνοικιακά καταστήματα, στηρίζοντας την ύπαρξη τους και κρατώντας κάποιες ισορροπίες που συνήθως είναι χρήσιμες για έναν υγιή ανταγωνισμό.

Γιάννης Μουρατίδης

Leave a Reply