Η Health Tech Advisory έχει τα γραφεία της στο Cambridge και από εκεί συμβουλεύει τους πελάτες της, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο χώρο της υγείας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της, το 2015, τουλάχιστον 500 εκατομμύρια χρήστεςsmartphones παγκοσμίως θα έχουν στη συσκευή τους εγκατεστημένη μια εφαρμογή σχετική με υγεία και ευζωία.
Σύμφωνα με την Jeannette Tighe, υπεύθυνη του Business Development της Health Tech Advisory, μέχρι το 2030, σχεδόν το 20% των κατοίκων στις ΗΠΑ θα έχουν ηλικία μεγαλύτερη από 65 έτη. Σε αυτές τις ηλικίες και με βάση τα σημερινά δεδομένα, ο οργανισμός είναι περισσότερο ευπρόσβλητος από παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και του εγκεφάλου.
Μια δεύτερη κατηγορία χρηστών αξιοποιεί φορητές συσκευές και εφαρμογές για να ποσοτικοποιήσει η σωματική άσκηση και τον τρόπο ζωής γενικότερα. Οι συσκευές αυτές μετρούν συνήθως καρδιακούς παλμούς, αλλά υπάρχουν και αρκετά πιο ειδικές, όπως κάποιες που αντιλαμβάνονται τα ασθενή ηλεκτρικά σήματα του εγκεφάλου.
Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις συσκευές και τις εφαρμογές που απευθύνονται σε αυτές τις δύο κατηγορίες, είναι η κρισιμότητα της αξιόπιστης λειτουργίας. Αν η συσκευή fitness tracker που χρησιμοποιούμε δε μετρήσει με ακρίβεια τα χιλιόμετρα που τρέξαμε, το πρόβλημα είναι ασήμαντο σε σχέση με την αστοχία ενός συστήματος που μετρά συνεχώς τα επίπεδα του σακχάρου και εκχύει αυτόματα τη σωστή ποσότητα ινσουλίνης.
Από τις 43000 εφαρμογές και συσκευές που είναι σχετικές με την υγεία και είναι σήμερα διαθέσιμες στα διάφορα app stores, μόλις οι 103 ήταν το 2013 εγκεκριμένες από την FDA. Το τοπίο αλλάζει γρήγορα, καθώς οι αντιστάσεις φαίνεται να κάμπτονται από την πίεση των εμπορικών συμφερόντων, χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει ότι υπάρχει έκπτωση σε αξιοπιστία ή ασφάλεια.
Αυτή η “αποκέντρωση” της υγείας θα μπορούσε να έχει σημαντικά οφέλη, τόσο για τους ασθενείς, όσο και για τα δημόσια κυρίως συστήματα που παλεύουν σε ένα πλαίσιο περιορισμού των δαπανών να εξυπηρετήσουν αυξανόμενους πληθυσμούς ασθενών. Η επιτυχία εξαρτάται από το δεσμό εμπιστοσύνης που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στο χρήστη και τη συσκευή του. Από τη μια, οι κατασκευαστές θα χρειαστεί να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους για να αποφύγουν όσο είναι δυνατό αστοχίες και από την άλλη οι χρήστες θα χρειαστεί να μετατοπιστούν από τις πεποιθήσεις τους, κάτι που γίνεται δυσκολότερο σε μεγάλες ηλικίες.
Αν κρίνουμε από το φαινόμενο των ουρών που συνεχίζουν να δημιουργούνται ακόμα έξω από τις ελληνικές τράπεζες τις ημερομηνίες καταβολής των συντάξεων, μπορούμε να υποθέσουμε τι θα συμβεί αν προτείνουμε σε έναν ασθενή να εμπιστευτεί ενδεχομένως και τη ζωή του σε μια συσκευή που χρησιμοποιεί ο εγγονός του για να κάνει chat και να παίζει παιχνίδια. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα οι ασθενείς με Alzheimer, η εφαρμογή της τεχνολογίας ίσως αποδειχτεί ευκολότερη, καθώς την απόφαση δε θα λάβει ο ίδιος ο ασθενής, αλλά κάποιος συγγενής που έχει αναλάβει την επιτήρησή του.
Τα συστήματα υγείας, πέρα από τα οφέλη της αποσυμφόρησης, θα έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τη ψηφιακή πληροφορία για τη δημιουργία ενός αναλυτικού αρχείου ελέγχου του ασθενή. Στην Ελλάδα, όπου πρακτικά δεν υφίσταται ιατρικός φάκελος πολίτη, κάποιες εφαρμογές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κίνητρο για να καταχωρίσει ο χρήστης πληροφορίες που αφορούν το ιστορικό της υγείας του, το οποίο στη συνέχεια θα συμπληρώνεται με νέα δεδομένα που θα συλλέγουν οι ίδιες ή άλλες εφαρμογές.
Μια άλλη κατηγορία εφαρμογών απευθύνεται σε όσους ασκούν το ιατρικό επάγγελμα. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται το τελευταίο διάστημα μεγάλες εταιρείες, όπως οι Google και IBM, εξελίσσοντας συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν είτε στην “ήρεμη” φάση που ο γιατρός καθισμένος στο γραφείο του αναζητά την καλύτερη θεραπεία για τον ασθενή του ή σε μια κρίσιμη κατάσταση, όπου ο γιατρός πρέπει να πάρει άμεσα μια απόφαση.
Πριν από μερικές μέρες μια είδηση που πήρε αρκετή δημοσιότητα, αφορούσε μια δωρεά που έκανε ο Paul Allen στη μάχη που δίνεται στη Δυτική Αφρική απέναντι στον Ebola. Ο συνιδρυτής της Microsoft έστειλε στο “μέτωπο” 10.000 smart phonesκαι αυτό κάτι μας λέει.
του Γιάννη Μουρατίδη