Έχουν δημοσιευτεί αρκετές έρευνες που εκφράζουν την ανησυχία των επιστημόνων σχετικά με την υπερβολική κατανάλωση πληροφορίας, η οποία έχει γίνει εφικτή με την ανάπτυξη του Internet. Ωστόσο, είναι κάτι που συμβαίνει και οι εταιρείες που κερδίζουν από την πώληση περιεχόμενου και τη διαφήμιση θέλουν να το εκμεταλλευτούν.
Ένα πρόβλημα είναι ότι εκδότες και εταιρείες που σχετίζονται με το περιεχόμενο έχουν συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα. Την περασμένη χρονιά, η Ισπανία εξανάγκασε με νόμο τη Google να πληρώνει φόρο στους εκδότες, των οποίων το περιεχόμενο χρησιμοποιούσε μέχρι τότε δωρεάν για να εμπλουτίσει την υπηρεσίαGoogle News. Στη συνέχεια κάτι αντίστοιχο συνέβη και στη Γερμανία. Η ένσταση των εκδοτών ήταν ότι η Google κέρδιζε χρήματα αξιοποιώντας το περιεχόμενο για να πουλήσει διαφήμιση, ενώ εκείνοι δεν είχαν κανένα όφελος.
Η Apple με την υπηρεσία Newsstand, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 2011, περίπου 18 μήνες μετά την παρουσίαση του πρώτου iPad,προτίμησε να συμπορευτεί με τους εκδότες, δημιουργώντας ένα μοναδικό φάκελο για ψηφιακές εκδόσεις, οι οποίες ήταν κατά κύριο λόγο συνδρομητικές. Δεν ήταν όμως αυτό που ήθελε. Όπως αποκαλύπτει o Graig Federighi, senior vice president τηςApple στον τομέα του software engineering, η Apple επιθυμούσε να δημιουργήσει μια υπηρεσία ειδήσεων με πολυπληθές αναγνωστικό κοινό.
Μεταξύ των ανακοινώσεων που έγιναν στο πρόσφατο συνέδριο WWDC, ήταν αυτή η υπηρεσία ειδήσεων, ενσωματωμένη στο λειτουργικό σύστημα iOS 9, το οποίο θα είναι διαθέσιμο το ερχόμενο φθινόπωρο. Σύμφωνα με την εταιρεία, πρόκειται για μια “έξυπνη” υπηρεσία που θα εκπαιδεύεται από τις συνήθειες των αναγνωστών, εμφανίζοντας με το πέρασμα του χρόνου στον καθένα το περιεχόμενο που είναι πιο κοντά στα ενδιαφέροντα του, σε σχέση με τις χιλιάδες ειδήσεις και θέματα που δημοσιεύονται καθημερινά.
Ο χρήστης της υπηρεσίας θα έχει τη δυνατότητα να αναζητήσει νέες πηγές με τη λειτουργία “Explore” ή θα βλέπει το εξατομικευμένο περιεχόμενο που θα ανανεώνεται συνεχώς στην περιοχή “For you”. Μεταξύ των εκδοτών που έχουν ήδη συμφωνήσει με την Apple είναι οι Condé Nast, ESPN, The New York Times, Hearst, Time Inc., CNN και Bloomberg.
Ο δρόμος προς την επιτυχία δεν είναι στρωμένος με ρόδα, καθώς ως συνήθως ηApple επέλεξε να δημιουργήσει μια κλειστή πλατφόρμα. Αυτό σημαίνει ότι για να μπορέσουν οι εκδότες να προβάλουν το περιεχόμενο τους θα πρέπει να το διαμορφώσουν, οπότε να επενδύσουν. Σαν κίνητρο, η Apple τους δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίσουν μέσω της πλατφόρμας της το περιεχόμενο με άλμπουμ φωτογραφιών, video, και infographics. Επίσης, η εφαρμογή ανιχνεύει περισσότερα από 1 εκατομμύριο topics, ώστε να εστιάζει με μεγάλη ακρίβεια στα ενδιαφέροντα των αναγνωστών.
Το σημαντικότερο όφελος για τους εκδότες είναι η πρόσβαση σε ένα κοινό εκατοντάδων εκατομμυρίων αναγνωστών. Όμως, οι εταιρείες που θα αποφασίσουν να παίξουν στο γήπεδο της Apple, ίσως χρειαστεί να κάνουν κάποιες παραχωρήσεις σχετικά με τον έλεγχο του περιεχομένου τους και της διαφήμισης. Σε αυτή τη φάση, ηApple έχει δηλώσει ότι όλα τα έσοδα από τις διαφημίσεις στην υπηρεσία θα αποδίδονται στους εκδότες. Ακόμα όμως και αν οι συμφωνίες ξεκινήσουν με αυτήν τη μορφή, θα τη διατηρήσουν μακροχρόνια;
Η Apple και η Google δεν είναι μόνοι τους σε αυτήν την αρένα. Πρόσφατα, ηFacebook ανακοίνωσε το Instant Articles, το οποίο θα στέλνει περιεχόμενο από τους συνεργαζόμενους εκδότες στο news feed των χρηστών. Ανάλογες προσπάθειες κάνουν οι Snapchat, Twitter και LinkedIn, διεκδικώντας με περισσότερο ενδιαφέρον σε σχέση με την Apple ποσοστό των εσόδων από τη διαφήμιση.
Γυρνώντας το βλέμμα μας προς την κατεύθυνση του αναγνώστη μπορούμε να σταθούμε σε δύο ενδιαφέροντα θέματα. Το ένα έχει να κάνει με τις επιδράσεις που έχει στη ψυχολογία του αναγνώστη η καθημερινή κατανάλωση πληροφορίας. Το δεύτερο αφορά το εύρος της πληροφορίας που η κάθε υπηρεσία θα του επιτρέπει να δει. Από τη ροή των ειδήσεων θα φτάσουν στον αναγνώστη αυτές που η κάθε ενδιάμεση εταιρεία δεν θα εγκρίνει;
Γιάννης Μουρατίδης