Πριν από 25 περίπου χρόνια είχα εργαστεί για τον εξελληνισμό των Windows τηςMicrosoft.
Για όσους θυμούνται εκείνη την περίοδο ή και τα χρόνια πριν από αυτήν, τα ελληνικά Windows ήταν διαθέσιμα στην αγορά με μια καθυστέρηση σε σχέση με την αγγλική έκδοση. Ωστόσο, η γλώσσα μας ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα από τα σουαχίλι ή τα βάσκικα.
Καθημερινά χρησιμοποιώ το φορητό μου υπολογιστή για να γράψω άρθρα και βασίζομαι στον ορθογράφο της εφαρμογής επεξεργασίας κειμένου για να είμαι σύμφωνος με τους γραμματικούς κανόνες της γλώσσας. Παράλληλα όμως χρησιμοποιώ και ένα tablet για να γράφω κάποια κείμενα στο πόδι ή για να κρατώ σημειώσεις. Δυστυχώς, η κατασκευάστρια εταιρεία του tablet δε θεωρεί την ελληνική γλώσσα αρκετά σημαντική και έτσι ο ορθογράφος του υπολείπεται σημαντικά σε δυνατότητες αυτού που χρησιμοποιώ στο φορητό υπολογιστή.
Είχα προβληματιστεί με αυτό το θέμα, αλλά βρήκα τη λύση μεταφέροντας δύο υπολογιστές, ένα notebook για να γράφω κείμενα και ένα tablet για όλα τα υπόλοιπα. Πριν μερικές μέρες συνέβη κάτι που έφερε ξανά στην επιφάνεια τον προβληματισμό για το θέμα της γλώσσας. Οδηγώντας προς μια συνάντηση, ήθελα να επιβεβαιώσω ότι θυμόμουν σωστά τη διεύθυνση. Πληκτρολόγησα το όνομα της εταιρείας στο Google Search, χρησιμοποιώντας το smart phone που ήταν εκείνη τη στιγμή πιο άμεσα προσβάσιμο.
Τι καλά που θα ήταν να μπορούσα να μιλήσω στη συσκευή και να μου απαντήσει με τα αποτελέσματα της αναζήτησης, σκέφτηκα. Μα το κάνει ήδη αυτό η συσκευή σου μου έλεγε λίγο αργότερα ένας γνωστός, ενώ συζητούσαμε το θέμα, αλλά δεν μπορεί να σε καταλάβει όταν της μιλάς ελληνικά. Πράγματι, όλες οι φορητές συσκευές έχουν ενσωματωμένες εφαρμογές αναγνώρισης ομιλίας, οι οποίες όσο περνά ο καιρός εξελίσσονται σε ψηφιακούς βοηθούς, όπως το Siri της Apple, η τοGoogle Now. Όμως καμία από αυτές, τουλάχιστον μέχρι στιγμής δεν ακούει στα ελληνικά.
Οπότε, αν μια ελληνική εταιρεία θέλει να είναι εύκολα προσβάσιμη από κάποιον που κάνει φωνητική αναζήτηση μέσω υπολογιστή, θα ήταν λογικό να διαμορφώσει το site της με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αναγνωρίσιμο από τις μηχανές αναζήτησης σε κάποια πιο δημοφιλή γλώσσα, όπως τα αγγλικά. Αλλά και ένας ιδιώτης θα ήταν λογικό να σκεφτεί ότι θα ήταν πιο ορατός αν καταχώριζε την ταυτότητά του στο Facebook στα αγγλικά αντί σε ελληνικά. Οι πιθανότητες να τον βρει ένας φίλος του μέσω φωνητικής αναζήτησης θα ήταν περισσότερες.
Ας φανταστούμε τώρα μια εικόνα από το μέλλον, όπου το πληκτρολόγιο δεν είναι πλέον η βασική μέθοδος επικοινωνίας με τον υπολογιστή. Σε αυτή τη φαντασίωση, γεννιούνται κάποια ερωτήματα που είναι αρκετά ρεαλιστικά, όπως για παράδειγμα ποια εταιρεία θα αποφασίσει να επενδύσει χρήματα σε έρευνα και ανάπτυξη για να υποστηρίξει την ελληνική γλώσσα στις εφαρμογές φωνητικής αναγνώρισης των υπολογιστών. Αν μάλιστα οι χρήστες αυτής της γλώσσας δε νοιάζονται και ιδιαίτερα για τη συνέχισή της, ίσως επιχειρηματικά θα ήταν πιο συμφέρον να εκπαιδευτούν ώστε να επικοινωνούν με τους υπολογιστές σε μια παγκόσμια δημοφιλή γλώσσα.
Και αν ένα παιδάκι πέντε χρονών μιλάει στο tablet του αρκετές ώρες στα αγγλικά και σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία κάνει chat στα αγγλικά, ποια γλώσσα τελικά θα επικρατήσει στο νου του; Αυτή που ακούει από τους γονείς ή την τηλεόραση ή η άλλη;
Δε λέμε ότι ένα τέτοιο σενάριο έχει πολλές πιθανότητες να συμβεί. Άλλωστε, υπάρχει ήδη μια ελληνική εταιρεία, η οποία έχει εφοδιάσει τις φορητές συσκευές που έχουν το δικό της brand name με τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν φωνητικές εντολές στα ελληνικά, ενώ κάτι ανάλογο μπορεί να κάνει και μια εφαρμογή που έχει αναπτύξει μια από τις πιο γνωστές εταιρείες παγκοσμίως στον τομέα της αναγνώρισης ομιλίας από υπολογιστές. Όμως, καμία από τις δύο εφαρμογές δεν είναι ενσωματωμένη στο λειτουργικό που είναι προεγκατεστημένο στα δισεκατομμύρια υπολογιστών και φορητών συσκευών που διατίθενται στο εμπόριο, κάτι που συμβαίνει με γλώσσες, όπως τα αγγλικά ή τα ισπανικά.
του Γιάννη Μουρατίδη