Είναι αρκετές φορές που γράφοντας ένα άρθρο διαπιστώνω ότι μια άποψη που εγώ λαμβάνω ως δεδομένη, θα μπορούσε να είναι αμφισβητήσιμη από τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, οι “IT managers έχουν γενικά υψηλότερους μισθούς σε σχέση με μια δεκαετία πριν”. Τι παράγει αυτήν την άποψη; Η αίσθηση μου για την αγορά ή μια έρευνα που έπεσε στα χέρια μου και αποτυπώνει την εικόνα των μισθών την τελευταία δεκαετία; Τόσο ο αναγνώστης όσο και εγώ θα θέλαμε να είναι μια άποψη βασισμένη σε δεδομένα, όμως όσο και αν έψαξα στο Internet δεν βρήκα καμιά έρευνα που να είναι δημόσια διαθέσιμη για να την αξιοποιήσω.
Το ίδιο σενάριο παίζεται τα τελευταία χρόνια στον κόσμο των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις που μιλούν για Big Data, αναφέρονται στην πράξη στα δεδομένα που έχουν διαθέσιμα στο δικό τους data center. Σύμφωνα με μια έρευνα της Forrester μόλις το 1/3 των επιχειρήσεων θεωρούν τα εξωτερικά δεδομένα σημαντικά για την επιχειρηματική τους στρατηγική και ίσως ένας λόγος που έχουν διαμορφώσει αυτήν την άποψη είναι ότι στην πράξη δεν έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά.
Το project Open Data 500 που εξελίσσεται αυτήν την περίοδο στις ΗΠΑ έχει ως στόχο να καταγράψει τις εταιρείες που χρησιμοποιούν εξωτερικά δεδομένα, κυρίως κυβερνητικών οργανισμών, αλλά και διαθέτουν τα δεδομένα τους για χρήση από άλλες εταιρείες ή οργανισμούς. Πρόσφατα, η Twitter ανακοίνωσε μια ειδική υπηρεσία για την ακαδημαϊκή κοινότητα, μέσω της οποίας θα διαθέτει posts των χρηστών της σε ερευνητές που θέλουν να δώσουν πιο πλούσια τροφή στα αναλυτικά τους συστήματα.
Αναμενόμενο είναι ότι υπάρχουν όρια στο γκρέμισμα των τειχών που προστατεύουν εταιρικές και κρατικές πληροφορίες. Ο ορισμός των δεδομένων που θα γίνουν ανοιχτά, ξεκινά αρχικά από το στρατηγικό σχεδιασμό της επιχειρηματικής ανάπτυξης, η οποία στην περίοδο που διανύουμε δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Μέσα από ομότιμες συμφωνίες θα μπορούσαν τα ίδια δεδομένα να είναι ανοιχτά για ένα συνεργάτη και κλειστά για κάποιον άλλο.
Όπως άκουσα πρόσφατα σε μια εκδήλωση “Στο περιβάλλον πολυπλοκότητας της παγκόσμιας οικονομίας, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εχθρών και φίλων γίνονται ολοένα και λιγότερο ξεκάθαρες”.
του Γιάννη Μουρατίδη