Πρόσφατα επισημοποιήθηκε, η απόφαση της κυβέρνησης να χρηματοδοτήσει μέσω ΕΣΠΑ την ανάπτυξη ενός πανελλαδικού δικτύου WiFi σε ανοικτούς και κλειστούς δημόσιους χώρους. Το έργο ακούγεται αρχικά ενδιαφέρον, γιατί προσφέρει δωρεάν πρόσβαση σε μια ευρεία γεωγραφική περιοχή, αυξάνοντας το βαθμό ελευθερίας του κινούμενου εργαζόμενου και χρήστη. Με την ισχύουσα κατάσταση, προκειμένου να είναι εξασφαλισμένη η σύνδεση από παντού, η πιο αποτελεσματική λύση είναι η χρήση των 3G ή 4G δικτύων.
Θα αφήσουμε στην άκρη τις πολιτικές αντιδράσεις που θεωρούν την επιλογή της κυβέρνησης ως μια πολυτέλεια σε εποχή που η χώρα έχει να λύσει πολύ σοβαρότερα προβλήματα, όπως αυτό της ανεργίας και θα εστιάσουμε σε θέματα του πλαισίου χρήσης.
Σύμφωνα με την αρχική ανακοίνωση, ο μέγιστος χρόνος σύνδεσης δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τα 30 λεπτά και κάθε σημείο θα έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί 40 έως 50 χρήστες ταυτόχρονα με ταχύτητες που δεν θα ξεπερνούν το 1,5 Mbps. Από τους περιορισμούς, “σκληρότερος” είναι ο χρονικός, καθώς οριοθετεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εφαρμογών που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν το δίκτυο.
Για παράδειγμα, δεν είναι εφικτό σε αυτό το χρονικό πλαίσιο, να γράψει κάποιος ένα κείμενο που απαιτεί αναζήτηση πληροφορίας. Επίσης, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μπορεί να υλοποιήσει ένα video call γιατί απαγορεύεται το streaming και οριακά θα μπορούσε να κάνει μια αναζήτηση για καταλύματα ή σημεία ενδιαφέροντος σε μια περιοχή, χωρίς επίσης να έχει πρόσβαση σε video περιεχόμενο λόγω του περιορισμού στο streaming.
Πρακτικά, εφαρμογές που μπορούν να υποστηριχθούν, είναι η ανταλλαγή ψηφιακής αλληλογραφίας και πρόσβαση σε social media, οι οποίες ωστόσο, λόγω του μικρού όγκου δεδομένων που διακινούν, είναι περισσότερο βολικές μέσω των δικτύων κινητής τηλεφωνίας. Με ένα κόστος κοντά στα 5 ευρώ, οι πάροχοι κινητής τηλεφωνίας προσφέρουν μερικές εκατοντάδες MB δεδομένων ανά μήνα, τα οποία συνήθως είναι αρκετά για τις παραπάνω χρήσεις.
Επομένως, δημιουργούνται αρκετά ερωτηματικά για τη χρηστικότητα του συγκεκριμένου έργου, το οποίο έχει ήδη μπει σε φάση δημόσιας διαβούλευσης και αναμένουμε με αρκετό ενδιαφέρον τις “αντιδράσεις” που ενδεχομένως να επαναπροσδιορίσουν κάποιους από τους παραπάνω περιορισμούς.
του Γιάννη Μουρατίδη